-
1 будка
будка ж о θαλαμίσκος, η καμπίνα· телефонная \будка η καμπίνα του τηλεφώνου· суфлёрская \будка το υποβολείο* * *жο θαλαμίσκος, η καμπίναтелефо́нная бу́дка — η καμπίνα του τηλεφώνου
суфлёрская бу́дка — το υποβολείο
-
2 телефонный
телефонн||ыйприл τοῦ τηλεφώνου, τηλεφωνικός:\телефонныйая станция ὁ τηλεφωνικός σταθμός· \телефонныйая тру́бка τό ἀκουστικό τηλεφώνου· \телефонныйая бу́дка ἡ καμπίνα той τηλεφώνου, ὁ τηλεφωνικός θάλαμος· \телефонныйая книга ὁ τηλεφωνικός κατάλογος.